στεφανηφορικός

στεφανηφορικός
-ή, -όν, Α [στεφανηφόρος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στεφανηφορία
2. αυτός που έχει το δικαίωμα να φορεί στεφάνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”